μεγα-

μεγα-
και μεγά- (ΑM μεγα- και μεγά-)
βλ. μεγαλο-.Σύνθ. με α' συνθετικό μεγα-: μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων
αρχ.
μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής, μεγασχιδής, μεγάτολμος, μεγαύχητος, μεγαφρονίμως, μεγήρατος, μεγήριτος
αρχ.-μσν.
μεγακλεής
μσν.
μεγάδοξος, μεγακήρυξ, μεγακλέπτωρ, μεγακρατής, μεγάκροτος, μεγάοικτος, μεγάπλευρος, μεγαπληθής, μεγάρχης, μεγατειχής, μεγατίμιος
μσν.- νεοελλ.
μεγάκυκλος, μεγαφέντης, μεγάφωνος
νεοελλ.
μεγαβάτ, μεγαβόλτ, μεγαβολταμπέρ, μεγαγναθία, μεγάδερμο, μεγαέργιο, μεγαηλεκτρονιοβόλτ, μεγαθερμικός, μεγαθήριο, μεγακαρυοκύτταρο, μεγακερατοειδής, μεγάκερως, μεγακεφαλία, μεγάκολον, μεγακύστη, μεγαλιθικός, μεγάμετρος, μεγαμπέρ, μεγανθής, μεγαοισοφάγος, μεγαουρητήρας, μεγαπαρσέκ, μεγασκόπιο, μεγάτοννος, μεγαχέρτς, μεγαώμ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μέγα — Μέγᾱ , Μέγης masc nom/voc/acc dual Μέγης masc voc sg Μέγᾱ , Μέγης masc gen sg (doric aeolic) Μέγης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγα Χωρίο — Sp Mèga Chorijas Ap Μέγα Χωρίο/Mega Chorio L P. Sporadų ss. (Tilo s.) ir C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • μέγα — μέγας big neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγα βιβλίον, μέγα κακόν. — См. Не многое, но много …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μέγα Γαρδίκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ., 211 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού και σε απόσταση 14 χλμ. ΒΔ των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασάρωνος …   Dictionary of Greek

  • Μέγα Δέρειο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 545 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφέα …   Dictionary of Greek

  • Μέγα Δουκάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 415 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, σε απόσταση 8 χλμ. ΝΔ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέου Σιδηροχωρίου …   Dictionary of Greek

  • Μέγα Ελευθεροχώρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 759 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λάρισας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποταμιάς …   Dictionary of Greek

  • Μέγα Εύμοιρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 79 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σταυρουπόλεως …   Dictionary of Greek

  • Μέγα Ευύδριο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 128 μ., 483 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, σε απόσταση 47 χλμ. Ν της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ενιππέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”